- παρακαθέζομαι
- παρά , κατά-ἕζομαιseat oneselfpres ind mp 1st sg (epic)παρά-καθέζομαιsit downpres ind mid 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρακαθέζομαι — Α κάθομαι δίπλα σε κάποιον («παρακαθεζόμενος οὖν ἠσπαζόμην τόν τε Κριτίαν», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
συμπαρακαθέζομαι — Α παίρνω θέση, κάθομαι κοντά σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παρακαθέζομαι «κάθομαι δίπλα σε κάποιον»] … Dictionary of Greek